- συναποδίδοσθαι
- σύν-ἀποδίδωμιgive uppres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποδίδωμι — Α 1. επιστρέφω χρήματα, εξοφλώ συγχρόνως 2. ερμηνεύω ή διηγούμαι συγχρόνως 3. διευθύνω συγχρόνως 4. μέσ. συναποδίδομαι βοηθώ στην πώληση ενός πράγματος («καὶ κτῆμα τοῡ πωλουμένου συναποδίδοσθαι», Γρηγ. Νύσσ.) 5. παθ. (γραμμ. λογ.) αποδίδομαι («τῇ … Dictionary of Greek